πατρωνυμούμαι

πατρωνυμούμαι
-έομαι, Μ [πατρώνυμος]
(για όν.) σχηματίζω τον πατρωνυμικό τύπο («διὰ τοῡ -άδης πατρωνυμοῡνται καὶ τὰ εἰς -ης κύρια», Ευστ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”